- σπερμοφυής
- ές, ΝΑ(για δένδρο) αυτός που φύτρωσε από σπόρο και όχι από παραφυάδες ή μοσχεύματανεοελλ.φρ. «σπερμοφυές δάσος»(γεωπ.) δάσος αποτελούμενο από δένδρα που προήλθαν από σπόρους και όχι από αναβλαστήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + -φυής (< φύος < φύω, φύομαι), πρβλ. ῥιζο-φυής].
Dictionary of Greek. 2013.